- παθαίνω
- (ΑΜ παθαίνω) (το μέσ. και παθ.) παθαίνομαιαισθάνομαι έντονη συγκίνηση, κυριεύομαι από ζωηρό πάθος (α. «κάθε φορά που συζητούμε πολιτικά παθαίνεται» β. «παθαίνομαι, όταν ακούω κλασική μουσική»)νεοελλ.φρ. α) «καλά να (τά) πάθει» — λέγεται για να δηλώσει χαιρέκακη ικανοποίηση για κάτι κακό που συνέβη σε κάποιον ή ως επιδοκιμασία τιμωρίας που επιβλήθηκε σε κάποιονβ) «τήν έπαθε σαν αγράμματος» — απέτυχε από αφέλεια, αμέλεια ή απροσεξίαγ) «τήν έπαθε χιώτικα» — χρησιμοποίησαν ανέντιμα μέσα εναντίον του προκειμένου να αποτύχειδ) «τήν παθαίνω» — αποτυγχάνωνεοελλ.-μσν.υφίσταμαι κάτι κακό, πάσχω, υποφέρω («έπαθα πολλά κακά στη ζωή μου»)αρχ.1. προκαλώ έντονη συγκίνηση σε κάποιον2. παθ. α) μιλώ με πάθος και συγκίνησηβ) υπόκειμαι σε εξωτερικές επιδράσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. πανθάνω, από το ἔπαθον, αόρ. β' τού ρ. πάσχω, κατά το σχήμα: ἔμαθον < μανθάνω].
Dictionary of Greek. 2013.